έξορμος

έξορμος
ος , ον находящийся в открытом море

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "έξορμος" в других словарях:

  • ἔξορμος — sailing from a harbour masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έξορμος — η, ο (Α ἔξορμος, ον) [όρμος] αυτός που βρίσκεται στην ανοιχτή θάλασσα, έξω από το λιμάνι αρχ. 1. ορμητικός 2. αναστατωμένος, ταραγμένος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔξορμον η ορμή …   Dictionary of Greek

  • ἐξόρμους — ἔξορμος sailing from a harbour masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔξορμοι — ἔξορμος sailing from a harbour masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»